- χιονοθλασία
- η (спец.) снеголом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιονοθλασία — η, Ν φθορά που προκαλούν σε δάσος οι μεγάλες χιονοπτώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + θλασία (< θλάση < θλω «σπάζω»)] … Dictionary of Greek
χιονορραγία — η, Ν χιονοθλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + ρραγία (< ρραγής < θ. ραγ τού ρ. ῥήγνυμι «σπάω»), πρβλ. μητρο ρραγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Ν. Χορτάκη] … Dictionary of Greek